μαούνα

μαούνα
η
1. φορτηγό, χωρίς κατάστρωμα, βοηθητικό σκάφος που χρησιμεύει για το φόρτωμα και ξεφόρτωμα τών πλοίων, η φορτηγίδα
2. ειδικό βοηθητικό υπηρετικό σκάφος που συμπληρώνει την αποστολή τής βυθοκόρου και με το οποίο μεταφέρονται και απορρίπτονται μακριά από το λιμάνι τα προϊόντα τής εκσκαφής που ανασύρει από τον βυθό η βυθοκόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. ma(v)una].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μαούνα — η (λ. τουρκ.), μικρό σκάφος για μεταφορά εμπορευμάτων, η φορτηγίδα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μαουνιέρης — ο [μαούνα] 1. ιδιοκτήτης ή χειριστής μαούνας 2. ναυτεργάτης που δουλεύει σε μαούνα …   Dictionary of Greek

  • Χαβάης, νησιά — (Hawaiian Islands). Αρχιπέλαγος του βόρειου Ειρηνικού, το πιο απομονωμένο από εκείνα που αφθονούν στον ωκεανό αυτόν. Αποτελείται από μια σειρά νησιών που βρίσκονται στον τροπικό του Καρκίνου, σε μια υφαλοκρηπίδα με διεύθυνση ΒΔ ΝΑ· πολιτικά, το… …   Dictionary of Greek

  • κάνθαρος — Τύπος αγγείου πόσης κατά την αρχαιότητα. Το κυρίως σώμα του κ. στηριζόταν σε ένα ψηλό πόδι, φέροντας από τη μία και την άλλη πλευρά δύο μεγάλες καμπυλωτές λαβές. Κατασκευαζόταν από άργιλο ή ορείχαλκο και ήταν πολύ διαδεδομένο στη Βοιωτία, στην… …   Dictionary of Greek

  • φορτηγίδα — η / φορτηγίς, ίδος, ΝΑ νεοελλ. ρυμουλκούμενο παλαιότερα και αυτοκινούμενο σήμερα μικρό πλατύ και χαμηλό φορτηγό σκάφος χρησιμοποιούμενο για τη μεταφορά ή μεταφόρτωση εμπορευμάτων σε ποταμούς και διώρυγες ή σε λιμάνια, κν. μαούνα αρχ. φορτηγό… …   Dictionary of Greek

  • Βιγκό, Ζαν — (Jean Vigo, Παρίσι 1905 – 1934). Γάλλος σκηνοθέτης του κινηματογράφου. Γιος του διάσημου αναρχικού Μιγκουέλ Αλμερέιδα (ο ίδιος υιοθέτησε το ψευδώνυμο του πατέρα του), επηρεάστηκε από τα τραγικά περιστατικά της παιδικής ηλικίας του –o πατέρας του… …   Dictionary of Greek

  • Ειρηνικός ωκεανός — (αγγλ. Pacific Ocean). Θαλάσσια έκταση (166.000.000 τ. χλμ, 180 εκατ. τ. χλμ. μαζί με τις εσωτερικές συνεχόμενες θάλασσες) που εκτείνεται από τις αρκτικές έως τις ανταρκτικές περιοχές. Είναι ο μεγαλύτερος σε βάθος και έκταση ωκεανός της υδρογείου …   Dictionary of Greek

  • νησιωτική οικολογία — Η μελέτη των οικολογικών σχέσεων οι οποίες αναπτύσσονται στο νησιωτικό περιβάλλον. Δεν αποτελεί χωριστό επιστημονικό κλάδο, παρουσιάζει όμως ιδιαίτερο ενδιαφέρον το οποίο οφείλεται στις ιδιαίτερες περιβαλλοντικές συνθήκες που επικρατούν στα νησιά …   Dictionary of Greek

  • φορτηγίδα — η σκάφος χαμηλό και πλατύ που χρησιμεύει στη μεταφορά εμπορευμάτων σε μικρές αποστάσεις ή στις φορτώσεις και εκφορτώσεις πλοίων, η μαούνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”